αντιχαριστικός

αντιχαριστικός
-ή, -ό [αντιχαρίζομαι]
1. ο μη χαριστικός, ο επιζήμιος
2. «δοτική αντιχαριστική» — η δοτική που φανερώνει το πρόσωπο εις βάρος ή για βλάβη του οποίου γίνεται ή υπάρχει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιχαριστικός — ή, ό επιζήμιος. Στα αρχαία ελληνικά «αντιχαριστική δοτική» λεγόταν η δοτική που φανέρωνε το πρόσωπο για ζημία του οποίου γινόταν κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”